- δράστας
- δράστας1 drudge εὖ νιν ἔγνωκεν (sc. Δαμόφιλος τὸν καιρόν). θεράπων δέ οἱ, οὐ δράστας ὀπαδεῖ (“οἱ reprend νιν” Des Places, 31. P. 4.287
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
δράστας — δράστᾱς , δράστης masc acc pl δράστᾱς , δράστης masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)